Αμερικάνοι μπασκετμπολίστες από την Ελλάδα έχουν περάσει πολλοί. Ακόμη περνούν και θα συνεχίσουν. Η δεκαετία των ΄90s όμως είχε κάτι το ιδιαίτερο, οι παίκτες άφηναν ανεξίτηλο το στίγμα τους και τα ονόματά τους δεν τα ξεχνούσες ποτέ! Την παραπάνω δεκαετία το μπάσκετ στην Ελλάδα εκτοξεύθηκε και μαζί οι μετοχές τους. Τα παρκέ φιλοξένησαν παίκτες που δε γέμιζαν το μάτι, αλλά κατάφερναν να φορτώνουν τα καλάθια με όλους τους τρόπους, παίκτες που βρήκαν στην Ελλάδα τον μπασκετικό τους παράδεισο. Επειτα από αρκετή προσπάθεια καταλήξαμε σε 25 Αμερικανους που «τρομοκράτησαν» τις αντίπαλες άμυνες κι έμειναν βαθιά χαραγμένοι στη μνήμη μας.
Ουόλτερ Μπέρι
(1991, 1997: Άρης, 1992-93, 1995-96: Ολυμπιακός, 1993-94, 1998-99: ΠΑ+-ΟΚ, 1994-95: Ηρακλής, 2000: Μακεδονικός)
Αγαπήθηκε απ’ όλους τους Έλληνες φιλάθλους, μα λίγο περισσότερο από τους «Ερυθρόλευκους. Την περίοδο (1992-93) είχε αντικαταστήσει τον Ροντ Χίγκινς στο ρόστερ του Ολυμπιακού και ήταν από τους πρωταγωνιστές για την επιστροφή των Πειραιωτών στον ελληνικό θρόνο έχοντας 19,9 πόντους, 11 ριμπάουντ και 57% στα δίποντα. Όμως δεν μπόρεσε ποτέ να παίξει στο Final 4 της Αθήνας, καθώς ο Ολυμπιακός είχε αποκλειστεί στο «Μπομπλάν» από τη Λιμόζ. «Αυτό ήταν το σήμα κατατεθέν μου! Κανείς δεν μπορούσε να το σταματήσει! Και γενικά θεωρώ ότι κανείς παίκτης δεν μπορούσε να με σταματήσει. Πάντα έβρισκα τρόπους για να σκοράρω» τονίζει ο ίδιος για το… κάτι σαν σουτ.
Κι όμως με αυτό το αντιτουριστικό στυλ συστήθηκε στο ελληνικό κοινό και έκανε τη διαφορά. Με τον Ολυμπιακό πήρε δυο Πρωταθλήματα (1993, 1996) κι έβαλε το όνομά του στους κορυφαίους ξένους του συλλόγου. Φόρεσε τη φανέλα του Άρη, κέρδισε με τον ΠΑΟΚ το Κύπελλο Κόρατς, το Κύπελλο Ελλάδας, ενώ αγάπησε τη Θεσσαλονίκη όσο λίγοι ξένοι. Δυο φορές σε ΠΑΟΚ και Άρη, μια σε Ηρακλή, όπου έκανε πράγματα και θαύματα. Με τα «κυανόλευκα» αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στο πρωτάθλημα με 29,1 πόντους μέσο όρο και βοήθησε τον «Γηραιό» στην κατάληψη της 3η θέσης.
Ρόι Τάρπλεϊ
(1992-93: Άρης, 1993- 94: Ολυμπιακός,1996: Ηρακλής, 1999: Εσπερος)
Aν δεν έκανε άνω – κάτω τον Ολυμπιακό λίγο πριν τον τελικό του Τελ Αβίβ, αν είχε το μυαλό του μόνο στο μπάσκετ, τότε θα μιλούσαμε για τον κορυφαίο ξένο που πέρασε από το Λιμάνι. Ο Ρόι Τάρπλεϊ ήταν μακράν ο πιο ταλαντούχος ξένος παίκτης στην ιστορία του συλλόγου, αλλά αποτέλεσε ευχή και κατάρα όπως αποδείχτηκε. Tο καλοκαίρι του 1993 έπιασε Λιμάνι και ο Παναγιώτης Φασούλας προερχόμενος από τον ΠΑΟΚ και μαζί με τον Ντράγκαν Τάρλατς συνέθεσαν την κορυφαία τριάδα ψηλών που πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα.
Ο Τάρπλεϊ μετατρέπει το κάθε ματς σε one man show! Είχε κατά μέσο όρο 20,4 πόντους, 12,9 ριμπάουντ, 2,1 ασίστ, 1,9 κλεψίματα και 1,4 τάπες σε 36 αγώνες στο ελληνικό πρωτάθλημα και στη EuroLeague σε 19 αγώνες είχε κατά μέσο όρο 20,9 πόντους, 12,9 ριμπάουντ. Ενα Πρωτάθλημα κι ένα Κύπελλο πήρε με τους Πειραιώτες… Τον λησμονούν και οι φίλοι του Άρη, αφού με τους «κίτρινους» έγραψε τη δική του ιστορία. Κορυφαίες εμφανίσεις και ευρωπαϊκή κούπα στο Τορίνο κόντρα στην Εφές! Εκείνη τη χρονιά αναδείχθηκε πρώτος ριμπάουντερ με 17,2 μ.ο. και πρώτος στα κλεψίματα με 2,2 μ.ο. Τη σεζόν 1995-1996 επέστρεψε στην Ελλάδα για αγωνιστεί με τον Ηρακλή με τον οποίο έφτασε ως τον τελικό του κυπέλλο Ελλάδας το 1996.
Εντι Τζόνσον
(1994-95: Ολυμπιακός)
Αρκεί μια χρονιά για να τον βάλει στη δεκάδα; Ναι, γιατί πρόκειται για τον… Εντι το πιστόλι! Πολλοί αμφισβήτησαν την επιλογή της διοίκησης για αντι-Πάσπαλι, αλλά ο Fast Eddie έγινε ο μεγαλύτερος εφιάλτης των οπαδών του Παναθηναϊκού. Σηκωνόταν να σουτάρει και ο κόσμος πανηγύριζε πριν η μπάλα καρφωθεί στο καλάθι. Ο Εντι είναι μακράν ο κορυφαίος σουτέρ που έχει περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα και μέσα σε μια χρονιά έβαλε τη σφραγίδα του. Ο ημιτελικός της Σαραγόσα θα είναι πάντα η ανάμνηση των Ολυμπιακών και ο εφιάλτης των Παναθηναϊκών, αφού οι 27 πόντοι που πέτυχε πέρασαν στην ιστορία. Κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ελλάδας με δικό του τρίποντο στον 5o τελικό με τον Παναθηναϊκό.
Ντέιβιντ Ρίβερς
(1995- 97, 2000-01: Ολυμπιακός)
Ούτε ο… Μπολτ! Ντέιβιντ Ρίβερς, ο πιο γρήγορος παίκτης που έχει περάσει ποτέ από τα ελληνικά γήπεδα! Ποιος θα ξεχάσει το απίθανο σπριντ στον τελικό του 1997 με την Μπαρτσελόνα, όταν προσπερνούσε τους αντιπάλους σα σταματημένους! Ηταν ο παίκτης – ορχήστρα, αυτός που έβαλε τη σφραγίδα στο πρώτο Πρωταθλητριών του Ολυμπιακού. Τρομακτικά καλός στο coast to coast, «γλυκό» σουτ και απίθανος χαρακτήρας. Πήρε επίσης 2 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1996, 1997) κι ένα Κύπελλο Ελλάδας (1997). Μπορεί στο ξεκίνημα της δεύτερης χρονιάς να αμφισβητήθηκε αρκετά, ωστόσο αποφάσισε να πατήσει γκάζι και με το ρυθμό να παρασύρει αμφιβολίες και αντιπάλους. Το triple-crown ήταν η μεγαλύτερη στιγμή στην καριέρα του, βάζοντας στην τροπαιοθήκη του τόσο τον τίτλο του ΜVP της ΕuroLeague όσο και αυτόν της Α1.
Αλφόνσο Φορντ
(1996-97: Παπάγου, 1988-99: Σπόρτινγκ, 1999-01: Περιστέρι, 2001-02: Ολυμπιακός)
H μεγαλύτερη καλαθομηχανή που πέρασε από το ελληνικό μπάσκετ, κι αν δεν ήταν ο Ταϊρίς Ράις (41 πόντοι), τότε θα είχε και το ρεκόρ πόντων σε ευρωπαϊκό ντέρμπι αιωνίων. Πήρε μόλις ένα κύπελλο (2002), όμως έγραψε το όνομά του στους κορυφαίους σκόρερ. Ο Φορντ μπορεί να μην πήρε τρόπαια, αλλά πέρασε στην ιστορία για τους 1000+1 τρόπο που είχε για να βάζει την μπάλα στο καλάθι. Ένα πραγματικό «διαμάντι» για το άθλημα, ο Αμερικανός άφησε το στίγμα του, στην Ελλάδα και η ΕuroLeague ονόμασε το βραβείο του πρώτου σκόρερ «Βραβείο Αλφόνσο Φορντ».
Συστήθηκε στο ελληνικό κοινό τη σεζόν 1996-1997 με τηn ομάδα του Παπάγου. Τη σεζόν 1998-99 επέστρεψε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί στο Σπόρτιγκ, έχοντας 22,4 πόντους, 6,5 ριμπάουντ και 2,1 ασίστ μέσο όρο. Mε το Περιστέρι εκτοξεύθηκε, αγωνίστηκε και στην Ευρωλίγκα, ενώ στην Ελλάδα οδήγησε το Περιστέρι στην 2η θέση στην κανονική περίοδο (πάνω από τον Ολυμπιακό), με τον ίδιο να έχει 23,7 πόντους μέσο όρο. Τη σεζόν 2000-2001 αναδείχθηκε πολυτιμότερος παίκτης στην Α1. Ανακηρύχθηκε δύο φορές πρώτος σκόρερ της διοργάνωσης.
Ντομινίκ Ουίλκινς
(1995 – 96: Παναθηναϊκός)
Δεν ήρθε στην Ελλάδα για… πικνίκ, αντίθετα με τη λάμψη του έκανε πιο πλούσιο το ελληνικό μπάσκετ. Ποιος θα ξεχάσει πως στην πρώτη του προπόνηση 10.000 οπαδοί ήταν στα κάγκελα. Ναι, η Ευρώπη έστρεψε το βλέμμα της στην Ελλάδα για την απίθανη μεταγραφή. Το κόστος της μεταγραφής άγγιξε τα 11 εκατομμύρια δολάρια, όμως ο Ντομινίκ φρόντισε με μεγάλες ματσάρες να στείλει τον Παναθηναϊκό στο Παρίσι και να βοηθήσει τα μέγιστα να φτάσει στην πρώτη του ευρωπαϊκή κούπα (1996). Απίθανος στον τρίτο προημιτελικό με την Μπενετόν στο Τρεβίζο, τρομερός στον ημιτελικό με την ΤΣΣΚΑ στο Παρίσι. Με 20,1 πόντους μέσο όρο (7,4 ριμπάουντ), ο Ουίλκινς έκανε τα πάντα υπέροχα στην Ευρώπη για ένα χρόνο!
Κλιφ Λέβινγκστον
(1992-93: ΠΑΟΚ)
Από τους πιο θεαματικούς παίκτες που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα. Κάθε του κάρφωμα και το γήπεδο έπαιρνε… φωτιά. Πέρασε τον Ατλαντικό το καλοκαίρι του 1992, για να εκτοξεύσει τον ΠΑΟΚ μαζί με Κεν Μπάρλοου, Μπάνε Πρέλεβιτς, Τζον Κόρφα και Παναγιώτη Φασούλα. Μαζί του έφτασε στο Final 4 στον Πειραιά, εκεί όπου έκανε ένα μεγάλο ματς με 18 πόντους κόντρα στην Μπενετόν, αλλά δεν μπόρεσε να πάει την ομάδα του ψηλότερα. Στο ελληνικό πρωτάθλημα ο Λέβινγκστον είχε 14.0 πόντους ανά αγώνα, 10.7 ριμπάουντ, 1.1 τάπες, 1.1 κλεψίματα και 1.5 ασίστ, σουτάροντας με 52% στα δίποντα, 18% στα τρίποντα και 66% στις βολές. Εξαιρετικός αμυντικός, σούπερ ριμπάουντερ, αγάπησε τη Θεσσαλονίκη και αγαπήθηκε. Μάλιστα, είχε σκοπό να ανοίξει… μπεργκεράδικο όταν και θα αποσυρόταν. Ωστόσο, στο τέλος του πρώτου χρόνου δεν αποδέχθηκε τη μείωση αποδοχών και αποχώρησε.
Κεν Μπάρλοου
(1990-93: ΠΑΟΚ)
Από τους ποιοτικότερους ξένους που έπαιξαν στα ελληνικά γήπεδα. Ηρεμη δύναμη που έκανε το ελληνικό μπάσκετ πλουσιότερο. Το 1990 φόρεσε τη φανέλα του ΠΑΟΚ, κατακτώντας με τον «Δικέφαλο» της Θεσσαλονίκης το Κύπελλο Κυπελλούχων το 1991 και το ελληνικό πρωτάθλημα το 1992. Λάτρεψε τον Ντούσαν Ιβκοβιτς και θα έπεφτε από την οροφή του γηπέδου αν του το ζητούσε. Εξαιρετικός σκόρερ, πολύ καλός αμυντικός αν και με τον Μπέρι είχε τα θέματά του
«Ο πιο δύσκολος στην άμυνα ένας εναντίον ενός, πάντως, ήταν ο Ουόλτερ Μπέρι. Ο Μπέρι ήταν «μάγος». Είναι καταπληκτικό». Δεν θα ξεχάσει ποτέ το λάθος του 5ου τελικού και την απώλεια του τίτλου, αλλά και κανείς φίλος της ομάδας δε λησμονεί την τρομερή παρουσία του κόντρα στον Ολυμπιακό (17 π.), αλλά και απέναντι στη Σαραγόσα και τον ευρωπαϊκό τίτλο που ήρθε Το πόσο σημαντικός για τον ΠΑΟΚ είναι ο Μπάρλοου, αποτυπώθηκε στην αναφορά της ασπρόμαυρης ΚΑΕ στις 10/08/2016 όταν ανακοίνωνε πως ο Αμερικανός θα βρεθεί στο φιλικό με την ΤΣΣΚΑ. « Ο κορυφαίος ξένος παίκτης στην ιστορία του ΠΑΟΚ, ο αξεπέραστος Ken Barlow, θα έρθει στη Θεσσαλονίκη στις αρχές Σεπτεμβρίου».
Μπάιρον Ντίνκινς
(1995-96: Πανιώνιος 1996-97: Παναθηναϊκός, 1998-00: Ηρακλής, 2000-02: Περιστέρι)
Ο «Λόρδος» άφησε το στίγμα του στο ελληνικό μπάσκετ κι έκανε τα πάντα για την εκτόξευσή του. Τεράστια αντίληψη, ηγετικό πνεύμα και οξυδέρκεια τον βοήθησαν να κάνει τη διαφορά. Το καλοκαίρι του 1995 ήρθε στην Ελλάδα για τον Πανιώνιο και φρόντισε να κάνει τη διαφορά με το… καλησπέρα. Αναδείχθηκε κορυφαίος στις ασίστ, γεγονός που… ανάγκασε τον Παναθηναϊκό να του προσφέρει 400 εκατομμύρια δραχμές για να τον κάνει δικό του. Ωστόσο, σε αυτή τη διετία πήρε μόλις έναν τίτλο, το διηπειρωτικό! Πρώτος σε ασίστ και το 1997. Με τον Ηρακλή εντυπωσίασε και με το Περιστέρι δημιούργησε ένα τρομερό δίδυμο με τον Αλφόνσο Φορντ.
Μίτσελ Ουίγκινς
(1993-94: Μίλωνας, 1994-96: Σπόρτινγκ, 1996-97: Πανιώνιος, 1997-98: Σπόρτινγκ)
Παίκτης… πολυβόλο, ένας από τους καλύτερους σκόρερ που έπαιξαν ποτέ στην Ελλάδα. Η εξωγηπεδική ζωή άστατη, οι ουσίες κομμάτι τις ζωής του και τα… πάθη του οδήγησαν έναν τρελό σκόρερ του ΝΒΑ στον Μίλωνα το 1993. Επαιξε στο Σπόρτινγκ, φόρεσε τη φανέλα του Πανιωνίου και όλοι θυμούνται τις διεισδύσεις του. Τρομερός σε αυτό το κομμάτι, είχε… τίμιο σουτ και αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ στην Α1 δυο φορές. Τη σεζόν 1993-1994 ήταν πρώτος στην κατηγορία με 31.4 πόντους μέσο όρο και τη σεζόν 1994-1995 με 29.4. Αν το μπάσκετ ήταν προτεραιτότητά του, ο Μίτσελ Ουίγκινς θα χε κάνει μια ονειρεμένη καριέρα. Όμως δεν ήταν…
Ριτς Ρέλφορντ
(1990: ΑΕΚ, 1992-93: Δάφνη, 1994-95: Παγκράτι, 1995-96: Ηράκλειο)
Ήταν Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 1992, πρεμιέρα της νέας σεζόν, όταν η Δάφνη του Ριτς Ρέλφορντ σόκαρε τον Ολυμπιακό του Πάσπαλι και τον υποχρέωνε σε ήττα 105-103. Με 30 πόντους σε κείνο το ματς έδειχνε πως ήταν αποφασισμένος να αφήσει στην άκρη τη μίνι θητεία στην ΑΕΚ (7 ματς) και να δώσει τις δικές του απαντήσεις. Στην πρώτη του πλήρη σεζόν είχε ποσοστά που τρέλαιναν! Ναι, 27.8 πόντοι και 9 ριμπάουντ μέσο όρο για τον παίκτη που έγινε ο πρώτος Αμερικανός που αναδείχθηκε κορυφαίος σκόρερ στην Α1. Δυο μέτρα δεν ήταν (1.98 ), τα κιλάκια του τα είχε (κοντά στα 110 κιλά), όμως ο Ρέλφορντ ήταν τρομακτικός κοντά στο καλάθι και εξαιρετικός από μέση απόσταση. Η τρελή χρονιά στη Δάφνη είχε και συνέχεια στο Παγκράτι (23.7 πόντοι, 9.7 ριμπάουντ) και στο Ηράκλειο (24.8 πόντοι, 6.4 ριμπάουντ). Ασταμάτητος, έβαλε τη δική του σφραγίδα στο ελληνικό μπάσκετ.
Ντέιβιντ Ίνγκραμ
(1987-1992: Ηρακλής)
Τι μας έμεινε από την εποχή του Ινγκραμ; Το… δολοφονικό του βλέμμα, αλλά και η ατάκα «Ο Γκάλης είναι θεός και ο Ινγκραμ… ημίθεος». Ο Αμερικάνος ήρθε τη σεζόν 1987-1988 στον Ηρακλή κι έγινε με το… καλησπέρα ο παίκτης που μπορούσε να κοιτάξει στα μάτια τον τρομερό Νίκο Γκάλη. Ο αριστερόχειρας Ίνγκραμ ήταν τρομερός σκόρερ, υπέροχο σουτ από μέση απόσταση, τρίποντα, διεισδύσεις, έπαιζε εξαιρετικά με πλάτη, με λίγα λόγια τρομερός, ανεπανάληπτος! Τέσσερα διαδοχικά χρόνια έμεινε στον Ηρακλή και τα νούμερά του ήταν τρομερά, μιας και δεν έπεσε ποτέ από τους 30 πόντους μέσο όρο (31.9, 37.1, 34.3, 31.1 ανά ματς). Λίγο ήθελε να αφήσει τον Νίκο Γκάλη εκτός κορυφής του πρώτου σκόρερ, όμως για λίγο δεν τα κατάφερε!
Μέλβιν Τσίτουμ
(1991-92: Δάφνη, 1993-94, 1994-95: Λάρισα, 1995-96: Περιστέρι)
Ταχύτατος, ήξερε όσο λίγοι να βγάλει και να τελειώσει τον αιφνιδιασμό. Ο Μέλβιν Τσίτουμ το έκανε με στυλ, αφού τα καρφώματά του άφησαν εποχή! Το 1991 η Δάφνη επένδυσε στην εκρηκτικότητά του, ήταν ένας εξαιρετικός φόργουορντ με τρομερά αθλητικά προσόντα. Ηξερε καλό μπάσκετ και φρόντισε να το αποδείξει, αφού την πρώτη του χρονιά στη Δάφνη τελείωσε με 26.5 πόντους και 12.5 ριμπάουντ. Η Λάρισα έγινε ο επόμενος σταθμός του και ο ίδιος δεν αποσυντονίστηκε, συνέχισε στους δικούς του «δαιμονισμένους» ρυθμούς (25 πόντοι/11.5 ριμπάουντ). Το Περιστέρι τον έκανε δικό του και δεν έχασε… Ολοι αναρωτιούνται γιατί δεν έπαιξε σε μεγάλη ομάδα. Το ίδιο και μεις!
Τόνι Ουάιτ
(1993-94: ΑΕΚ, 1994-95: Άρης, 1998: Παπάγου)
Μια τρομερή φιγούρα των ελληνικών παρκέ, ένας παίκτης που σκόραρε με όλους τους τρόπους. Ο «Μίκι Μάους» ξετρύπωνε σε όλες τις άμυνες, ήξερε να τις κάνει άνω – κάτω και να παίρνει αυτό που ήθελε. Η ΑΕΚ τον έντυσε στα κιτρινόμαυρα και τον είδε να κάνει… παπάδες με 24.6 πόντους και 2.9 ριμπάουντ! Το 1994 άλλαξε πόλη και στη Θεσσαλονίκη «τρομοκράτησε» τα αντίπαλα καλάθια. Ναι, οι αριθμοί του ήταν καλύτεροι, τελειώνοντας τη σεζόν με 27 πόντους και 3.1 ασίστ μέσο όρο. Συγκλονιστικές εμφανίσεις κόντρα στον Παναθηναϊκό (57 πόντους σε δυο ματς), ενώ είχε πετύχει 47 πόντους κόντρα στους Αμπελόκηπους. Είχε ακόμα ένα σύντομο πέρασμα από του Παπάγου (σε 4 αγώνες είχε 13 πόντους μέσο όρο). Παίκτης πρότυπο, ο οποίος έδωσε μάχη κι εκτός παρκέ, όπου κατάφερε να βγει νικητής. Για τον Ουάιτ στο όνομα Νίκος Γκάλης τελειώνουν τα πάντα. «Ήταν ο αγαπημένος μου. Παίκτης που μπορούσε να σκοράρει με όλους τους τρόπους και πραγματικά τον θαύμαζα. Μάλιστα προσπαθούσα να του μοιάσω και να γίνω ο… Αμερικανός Γκάλης που έπαιξε μπάσκετ στην Ελλάδα».
Όντι Νόρις
(1993-94: Περιστέρι)
Ένας εκ των πλέον εμβληματικών ξένων που φόρεσαν τη φανέλα της Μπαρτσελόνα ήταν ο Όντι Νόρις, ναι, ο παίκτης που πέρασε από τα ελληνικά παρκέ κι έκανε την Α1 πιο λαμπερή. Αγωνίστηκε στη Μπάρτσα για μια εξαετία και οι Καταλανοί έσταζαν μέλι για τον χαρακτήρα του. «Ήταν μέντορας για τους νεότερους όπως ο Σάντι Αμπάντ, ο Λισάρντ Γκονζάλες, Ρόζερ Εστεγέρ, Άνχελ Αλμέιδα… ακόμη και για εμένα. Μικρά παιδιά που ξεκινούσαν και προσπαθούσαν να βρουν τη θέση τους στον επαγγελματικό κόσμο. Με έμαθε ακόμη, μαζί με τον Πικουλίν Ορτίθ, να μιλώ αγγλικά» τόνιζε Ο Χοσέ Λουίς Γκαλιλέα. Ένας μεγάλος ψηλός που δημιουργούσε από το χαμηλό ποστ. Ένας εξαιρετικός πασέρ χάρη στην υπέροχη αντίληψή του για το παιχνίδι και τα τεράστια χέρια, που έκανε την μπάλα να μοιάζει σαν αυτή του… χάντμπολ. Το 1993 θα υπογράψει συμβόλαιο δυο ετών ύψους 800.000 δολαρίων προκαλώντας… αίσθηση. Ο Νόρις έκανε ένα εξαιρετικό δίδυμο με τον Λανς Μπέργουολντ, είχε μέσο όρο 15.5 πόντους και 10 ριμπάουντ παρά το γεγονός πως τα γόνατά του ήταν η… αχίλλειος πτέρνα του. Βοήθησε το Περιστέρι να πάρει την 5η θέση με ρεκόρ 16-10, η δεύτερη καλύτερη θέση στην ιστορία του συλλόγου. Οι πόνοι ήταν έντονοι και αναγκάστηκε στο τέλος της σεζόν να πει «αντίο». Λάτρεψε την Ελλάδα, μα περισσότερο τον Νίκο Γκάλη, δίνοντας το όνομά του στον γιο του.
Χένρι Τέρνερ
(1993-94: Πανιώνιος)
Μεγάλος σκόρερ όπως ο Ίνγκραμ, ο Ουίγκινς, ο Ρέλφορντ και ο Τσίτουμ δεν ήταν, αλλά το θέαμα που χάριζε στον κόσμο δε συγκρινόταν με κανέναν. Ο «High Flyer» Τέρνερ ήρθε στην Ελλάδα το 1993 και είχε την τύχη να παίξει σε μια μεγάλη ομάδα, αυτή του Πανιωνίου με παίκτες όπως ο Φάνης Χριστοδούλου, ο Παναγιώτης Γιαννάκης και ο Εντ Στόουκς. Αέρινος, πέτυχε 30 πόντους στον ημιτελικό του Κόρατς κόντρα στον ΠΑΟΚ, ενώ κανείς δεν ξεχνά την τρομερή τάπα στον Νίκο Γκάλη στο ματς με τον Παναθηναϊκό. Ηξερε να απογειώνεται και να σκορπά τον τρόμο…
Μπάιρον Σκοτ
(1997-98: Παναθηναϊκός)
Αδικημένος στις καρδιές των Παναθηναϊκών; Σίγουρα δεν έχει την αναγνώριση του Ντομινίκ Ουίλκινς. Ο Μπάιρον Σκοτ ήρθε στην Ελλάδα έχοντας τρεις τίτλους και μάλιστα ως βασικό μέλος της απίθανης ομάδας των Λέικερς. Ναι, αυτής των Μάτζικ, Ουόρθι, Τζαμπάρ! Σε ηλικία 37 ετών ο Σκοτ ερχόταν στην Ελλάδα για να γκρεμίσει τη δυναστεία των Πειραιωτών και τα κατάφερε. Με μέσο όρο στους 17,6 πόντους, ο Μπάιρον Σκοτ ήταν απόλυτος πρωταγωνιστής στον Παναθηναϊκό και τα 33 λεπτά με μέσο όρο συμμετοχής δείχνουν την αξία τους. Ο Παναθηναϊκός έφτασε στον τελικό του πρωταθλήματος του 1998, αλλά αντίπαλος του ήταν ο ΠΑΟΚ του Πέτζα Στογιάκοβιτς. Η σειρά ήταν ελκυστική και κρίθηκε στο 5ο ματς στο ΟΑΚΑ. Εκεί, οι «πράσινοι» ήταν τρομεροί, όμως ακόμα πιο τρομερός ήταν ο Σκοτ. Ο Μπάιρον πέτυχε 23 πόντους και ήταν ο MVP του τελικού!
Τσαρλς Σάκλφορντ
(1996-97: Άρης, 1997-98: ΠΑΟΚ)
Ενας μεγάλος μπασκετμπολίστας, που είχε το δικό του κεφάλαιο στην χρυσή δεκαετία του ελληνικού μπάσκετ. Εψαξε πολύ, δεν βρήκε όμως ποτέ τον μπασκετικό του παράδεισο. Εφερνε στον Μπέρι, ήταν ένας γίγαντας, αλλά τα πήλινα γόνατά του τον πρόδωσαν. Επαιξε σε Αρη και ΠΑΟΚ και λάτρεψαν την Α1 της δεκαετίας του ΄90 δεν θα ξεχάσουν το καλάθι του Σάκλφορντ με το οποίο ο ΠΑΟΚ ισοφάρισε τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ. Εκανε το πρώτο βήμα για να ακολουθήσει το θρυλικό τρίποντο του Στογιάκοβιτς.
Ο Σαμολαδάς τον έφερε στον Άρη και μαζί με τους Χοσέ Πικουλίν Ορτίθ, Μάριο Μπόνι, Μάικ Ναχάρ, Αγγελίδη, Λιαδέλη, Φλώρου, Σταυρακόπουλου, Σιούτη, Χωλόπουλου, Μισούνοφ θέλησε να δημιουργήσει μια τρομερή ομάδα. Τα νυχτοπερπατήματα και η κακή συμπεριφορά τον βγάζουν εκτός Α1. Εκεί πρόλαβε να παίξει 18 αγώνες με 12.1π και 12.8ρ.
Εμεινε όμως για την Ευρώπη κι εκεί ήταν άλλος άνθρωπος. Μπορεί στον αγώνα με την Τόφας να είχε μόλις 5 πόντους, αλλά ο Σούμποτιτς τον πιστεύει και στην Τουρκία δικαιώθηκε. Με δέκα ριμπάουντ ο Αμερικανός καθάριζε τα πάντα κάτω από τη ρακέτα μαζί με τον Ορτίθ και ο Αρης επέστρεφε από την Προύσα με την κούπα. Πήγε ΝΒΑ, ξαναγύρισε όμως στη Θεσσαλονίκη, αυτή τη φορά για τον ΠΑΟΚ του Σερφ. Προσφέρει τίμιες υπηρεσίες, όμως το ξύλο με τον Χάρβεϊ τον κράτησε για δυο μήνες εκτός δράσης. Επέστρεψε στο ΣΕΦ κι εκεί διέπρεψε. Πέτυχε 14π, πήρε 6 ριμπάουντ, έκανε μια τρομερή τάπα στον Καρνισόβας, ενώ ισοφάρισε 55-55, 45” πριν από τη λήξη. Τα διαλυμένα γόνατα και ο αδύναμος χαρακτήρας έφεραν τον εκτροχιασμό του και στα 50 του χρόνια «έφυγε» έχοντας χάσει και τις μεγάλες μπασκετικές του αναμνήσεις.
Αντόνιο Ντέιβις
(1990-91: Παναθηναϊκός)
Εμεινε για πάντα χαραγμένος στο μυαλό των φίλων του μπάσκετ, αφού φρόντισε στις αρχές της δεκαετίας του 90′ να ξεδιψάσει τον κόσμο με θέαμα. Επιλέχθηκε στο νούμερο 45 του draft του 1991990 από τους Πέισερς και προτίμησε ένα μεγάλο συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό. Δεν ξέρουμε πως αισθάνθηκε όταν αντίκρισε τον «Τάφο του Ινδού», όμως γνωρίζουμε καλά πως οι μπασκέτες υπέφεραν. Στα μόλις δύο χρόνια που φόρεσε την φανέλα με το τριφύλλι πρόλαβε να γίνει το σημείο αναφοράς, μιας και τα καρφώματά του άφησαν εποχή. Αλτικός, τρομερός ριμπάουντερ, όμως είχε και αδυναμίες. Ναι, κάθε επίσκεψη στη γραμμή των βολών κι ένα προσωπικό μαρτύριο. Ναι, το 2/14 βολές σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό τα λέει όλα…
Μπακ Τζόνσον
(1995–96: Aπόλλων, 1998-00: Ηρακλής, 2000-02: Δάφνη, 2002-03: Περιστέρι)
Ο Εντι Τζόνσον άφησε εποχή, αλλά ο Μπακ Τζόνσον έμεινε τα περισσότερα χρόνια στην Ελλάδα κι έβαλε τη σφραγίδα του με το καλό μπάσκετ, αλλά και το ήθος του. Μέτρησε έξι σεζόν στη χώρα μας με τέσσερις διαφορετικές ομάδες. Η αρχή έγινε με τον Απόλλωνα το 1996 και με το… καλησπέρα έδειξε ποιος είναι. Μαζί με Μιλίσεβιτς, Βούκσεβιτς, Χατζόπουλο και Μολφέτα έκανε τη διαφορά και στην πρώτη του σεζόν είχε 22.7 πόντους μέσο όρο. Ο Ολυμπιακός τον ήθελε, αλλά περισσότερο η Μακάμπι. Επειτα από δυο χρόνια επέστρεψε και με τον Ηρακλή συνέχισε τις εξαιρετικές εμφανίσεις. Ακολούθησαν άλλα δύο χρόνια με τη Δάφνη και κι ελάχιστα ματς με το Περιστέρι. Ο Τζόνσον είναι στη δεκάδα των ξένων σκόρερ στην ιστορία του ΕΣΑΚΕ (από το 1992) έχοντας (19,2 μ.ό. – 2.752 πόντους).
Πι Τζέι Μπράουν
(1992-93: Πανιώνιος)
Π. Τζ. Μπράουν, αυτός ο απίθανος τύπος που έκανε άνω – κάτω το Μαϊάμι, όταν πλακώθηκε με τον Τσάρλι Γουόρντ, πέρασε από την Ελλάδα, αλλά στα ελληνικά παρκέ ήταν αρκετά ήρεμος. Ηρθε κατευθείαν μετά τα ντραφτ στον Πανιώνιο το 1992 και αγωνίστηκε για ένα χρόνο παίζοντας σούπερ τόσο ως πάουερ φόργουορντ όσο και ως σέντερ. Ηταν ο εκλεκτός του Τζούροβιτς για παρτενέρ του Μπόμπαν Γιάνκοβιτς, με την Χάποελ Εϊλάτ να αργεί να του προσφέρει συμβόλαιο και να το… πληρώνει. Ο ταλαντούχος σέντερ (2.11) αντιμετωπίστηκε αρχικά με επιφύλαξη εξαιτίας της απειρίας του, αλλά έπειτα από δυο – τρεις παραστάσεις ο κόσμος τον λάτρεψε. Ο Μπράουν συνέβαλε τα μέγιστα στην εξαιρετική πορεία των Νεοσμυρνιωτών εκείνη την σεζόν, πετυχαίνοντας 18 πόντους και 13 ριμπάουντ ανά αγώνα αλλά και 3 κοψίματα σε κάθε παιχνίδι.
Λόρενς Φάντερμπεργκ
(1994-95: Αμπελόκηποι, 1995-96: ΠΑΟΚ)
Δεν μπορείς να μη βάλεις αυτόν τον παίκτη στην κατηγορία των κορυφαίων dunkers των ελληνικών γηπέδων. Ο Λόρενς Φάντερμπεργκ, ο ιπτάμενος Λόρενς των Αμπελοκήπων, ήταν ο φόβος και ο τρόμος για τις αντίπαλες μπασκέτες. Τρομερός πάουερ φόργουορντ με ικανότητα στο σκοράρισμα, το ριμπάουντ και ευκολία στο πως να καρφώνει, να κάνει τάπες. Kαι το κάρφωμα το έκανε με τρόπο μοναδικό, η μπάλα πίσω από τα δυο χέρια και με μένος τρομοκρατούσε τις μπασκέτες. Ο Φάντερμπεργκ νίκησε το 1996 στον ετήσιο διαγωνισμό καρφωμάτων του ελληνικού All Star Game το μεγάλο φαβορί, Ντομινίκ Ουίλκινς. Με τους Αμπελόκηπους έκανε απίθανα πράγματα και πήρε μεταγραφή στον ΠΑΟΚ, με τον οποίο όμως δεν κατάφερε να πανηγυρίσει τίτλο.
Τζον Χάτσον
(1990-91: Πανιώνιος, Παγκράτι/Πειραϊκός /Σπόρτινγκ)
Ο Βλάντο Τζούροβιτς ήταν σίγουρος για την επιλογή του και στο τουρνουά «Ανδρέας Βαρίκας» σύστησε στους φίλους του Πανιωνίου έναν μεγάλο σκόρερ, έναν θεαματικό παίκτη πουα θα έβαζε τη σφραγίδα του στο ελληνικό μπάσκετ. Εκρηκτικός με σούπερ αθλητικό πακέτο και τρομερά τελειώματα. Όταν σηκωνόταν κάρφωμα δεν υπήρχε κανείς που μπορούσε να διανοηθεί πως θα τον έκοβε. Ο απόφοιτος του πανεπιστημίου της Νότιας Καρολίνας ήταν ο νικητής καρφωμάτων στο πρώτο ιστορικά ελληνικό All Star Game (1991) όταν σε μια αξέχαστη βραδιά, διέλυσε το ταμπλό και αποθεώθηκε από τους φιλάθλους στο ΣΕΦ. Στην πρώτη του χρονιά κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας με τον Πανιώνιο, ενώ έπαιξε σε Παγκράτι, Πειραϊκό και Σπόρτινγκ.
Χάρολντ Έλις
(1995-96: Άρης, 1996-97: Απόλλων, 1998-99: Ηράκλειο)
Ήρθε από το ΝΒΑ (Κλίπερς) όπου είχε το ψευδώνυμο «elevator» (ασανσέρ), λόγω του απίθαναου άλματος του και φρόντισε να κάνει τρελά πράγματα και στην Ελλάδα. Με το… καλησπέρα πιάστηκε στα χέρια με τον Μακ Ντάνιελ, δείχνοντας έτσι το εκρηκτικό του ταπεραμέντο. Η έντασή του δεν έβγαινε μόνο στο σκοράρισμα, μιας και δεν ξεχνιέται η σοκαριστική επίθεση στον Αγγελίδη, όταν τον έστειλε στο νοσοκομείο με διπλό κάταγμα στο σαγόνι. «Απάντησε» με 30αρα κόντρα στον ΠΑΟΚ, αφού είχε εκφράσει τη λύπη του για τα όσα έγιναν. Ο Έλις αποχώρησε από την ομάδα με 19.4 πόντους και 11.6 ριμπάουντ μέσο όρο. Ο Άρης δεν μπόρεσε να τον κρατήσει και ο Απόλλωνα Πατρών έκανε την κίνηση ματς. Είχε 18.2 πόντους και 6.5 ριμπάουντ μέσο όρο, αναδείχθηκε 1ος «κλέφτης» του πρωταθλήματος με 2.4 ανά αγώνα, ενώ κέρδισε και τον διαγωνισμό καρφωμάτων του all-star game. Τη σεζόν 1998-99 επέστρεψε στην Ελλάδα και έπαιξε 10 ματς με το Ηράκλειο. Αγωνιστικά το πάλεψε (15.2 πόντους και 5.3 ριμπάουντ ανά αγώνα.), αλλά στα μέσα του Νοέμβρη έφυγε από την ομάδα, έχοντας προβλήματα και στις σχέσεις του με τον Βαγγέλη Αλεξανδρή.
Εξέβιερ ΜακΝτάνιελ
(1995 – 96: Ηρακλής)
To όνομά του ελάχιστοι το πρόφεραν σωστά. Ισως γιατί δεν πίστευαν πως θα ερχόταν στην Ελλάδα. Ο Ηρακλής έκανε την υπέρβαση και ο ΜακΝτάνιελ ήρθε την ίδια χρονιά με τον Ντομινίκ Ουίλκινς, ευελπιστώντας πως θα αποτελούσε το αντίπαλο δέος του «Human Highlight Film».Ο «X-Man» προσγειώθηκε στη Θεσσαλονίκη κι έγινε αντικείμενο λατρείας για τους οπαδούς του Ηρακλή! Ο Μακ Ντάνιελ δεν έκανε το κάτι παραπάνω, δεν εγκλιματίστηκε και περιορίστηκε σε 8.6 πόντους μέσο όρο και 4.4 ριμπάουντ. Ο Μακ Ντάνιελ είχε την ευκαιρία να κερδίσει έναν τίτλο, βρήκε απέναντί του τον Ντομινίκ, το πάλεψε, πέτυχε 23, αλλά είδε το τρόπαιο να καταλήγει στους «πράσινους».