Οι «Γιούγκοι» που λατρέψαμε στα ελληνικά μπασκετικά 90's! (Poll)

Οι «Γιούγκοι» που λατρέψαμε στα ελληνικά μπασκετικά 90’s! (Poll)

Ηρθαν στην Ελλάδα κι έβαλαν τη δική τους σφραγίδα στην εκτόξευση του μπάσκετ. Γιουγκοσλάβοι που αποθεώθηκαν στη δεκαετία του 1990 για το πάθος τους, τη μπασκετάρα που έπαιξαν, για το στυλ τους, τα νεύρα τους, την πονηριά τους. Από τον Ζάρκο στον Μπάνε και από τον Ντέγιαν στον Λευτέρη! Ποιος είναι όμως ο καλύτερος;

Στόγιαν Βράνκοβιτς (Άρης, Παναθηναϊκός)

(1989-90/1992-96)

 

«Η τάπα στο Παρίσι ήταν “καθαρή” κι ας λένε ό,τι θέλουν» τονίζει ο Κροάτης γίγαντας, ο οποίος έβαλε φαρδιά – πλατιά την υπογραφή του στο πρώτο Πρωταθλητριών του Παναθηναϊκού. Αλλωστε, δεν ήταν μόνο η τάπα στον τελικό με τη Μπαρτσελόνα, ήταν και το κόψιμο στον προημιτελικό με τη Μπενετόν. Έζησε όλη την περίοδο 1992-1996 όταν ο Παναθηναϊκός ξεκίνησε από την 8η θέση στην Ελλάδα (εκτός ευρωπαϊκών διοργανώσεων) και έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης.

Το 2015 o Βράνκοβιτς βραβεύτηκε από την ΚΑΕ ως μέλος της καλύτερης πεντάδας της τελευταίας τότε 25ετίας, όπως την ψήφισαν οι φίλοι της ομάδας. Για πολλούς, ο γίγαντας της Δαλματίας συμβόλιζε τις θυσίες που είχαν κάνει οι αδελφοί Γιαννακόπουλοι για να δουν τον Παναθηναϊκό στην κορυφή της Ευρώπης. Βέβαια, ο Κροάτης γίγαντας μας είχε συστηθεί το 1989, αφού άφηνε τη Ζαντάρ για τον Άρη του Γκάλη, του Γιαννάκη. Πήρε κούπα, έπαιξε στο F4 της Σαραγόσα. Εμεινε όμως μια σεζόν λόγω… ΝΒΑ!

Μπόμπαν Γιάνκοβιτς (Πανιώνιος)

(1992-93)

 

«Δεν αισθάνομαι τα πόδια μου», είπε ο Μπόμπαν στους γιατρούς των δύο ομάδων. Αντιλαμβανόταν τον πόνο που τον χτυπούσε στα κάτω άκρα, αλλά μόνο χαμηλότερα από το γόνατο. Ηταν η πιο σοκαριστική σκηνή που έχουμε ζήσει στα ελληνικά παρκέ. Οκτώ λεπτά πριν από το τέλος του αγώνα ανάμεσα στον Πανιώνιο και τον Παναθηναϊκό κι ενώ το σκορ είναι 50-56 για τους «πράσινους» ο Βαγγέλης Αγγέλου ξεκινάει την επίθεση για τους γηπεδούχους. Η μπάλα στα χέρια του Φάνη Χριστοδούλου και εκείνος τη δίνει στον Γιάνκοβιτς μέσα στη ρακέτα για να «ποστάρει» τον Αλβέρτη. Ο νεαρός (τότε) φόργουορντ του Παναθηναϊκού προσπαθεί να εκμαιεύσει το επιθετικό φάουλ και τα καταφέρνει. Ο Γιάνκοβιτς είχε σημειώσει το καλάθι, αλλά ο Κουκουλεκίδης του καταλογίζει το 5ο του φάουλ. Ο Σέρβος πιάνει το κεφάλι του. Δεν δέχεται το σφύριγμα και χτυπάει με δύναμη το κεφάλι του στη μπασκέτα… Έμεινε καθηλωμένος στο αναπηρικό καροτσάκι για τα επόμενα 13 χρόνια της ζωής του, όταν και προδόθηκε από τη μεγάλη του καρδιά.

Ο Μπόμπαν Γιάνκοβιτς ήταν από τους πιο ταλαντούχους παίκτες που ήρθαν στα ελληνικά γήπεδα, είχε το παρατσούκλι «Bomber» και όλοι κατάλαβαν το γιατί… Στη Νέα Σμύρνη λάτρεψαν και το σουτ και τον χαρακτήρα του. Το σουτ του χάρισε μερικές μεγάλες νίκες στον Πανιώνιο εκείνη τη χρονιά με κορυφαία στιγμή τον αγώνα κόντρα στην πανίσχυρη και πάμπλουτη Μεσατζέρο στη Ρώμη όπου οι Νεοσμυρνιώτες είχαν νικήσει με 41 δικούς του πόντους και επτά εύστοχα τρίποντα. Ενας ωραίος τύπος που εκείνη τη χρονιά στο Κόρατς είχε μέσο όρο 20,8 πόντους ανά αγώνα.

Μίλαν Γκούροβιτς (Περιστέρι, ΑΕΚ)/ Μάρκο Γιάριτς (Περιστέρι)

(1993-98/2000) / (1996-98)

 

Τους βάλαμε μαζί γιατί για μια διετία ήταν το αχώριστο δίδυμο του Περιστερίου γνωστοί και ως «Λάτσης« και «Μαλατράς»! Στα 16 του χρόνια, ο Γκούροβιτς (Μαλατράς) βρέθηκε στην Ελλάδα αναζητώντας μια νέα ευκαιρία. Ενα παιδί του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία που κόπιασε αρκετά και πέτυχε. Στα 18 του έπαιξε στην πρώτη ομάδα του Περιστερίου κάνοντας τη διαφορά. Ο Σάκοτα τον βοήθησε και ο μικρός έφτασε να έχει 17 πόντους μέσο όρο ανα ματς. Ευέλικτος, με εξαιρετικό σουτ. Είχε σημαντική συνεισφορά στην πορεία του Περιστερίου μέχρι την προημιτελική φάση το Κυπέλλου Κόρατς. Η Μπαρτσελόνα ήταν ο επόμενος μεγάλος του σταθμός.

Όντας ελεύθερος μετά την αποδέσμευσή του από την Μπαρτσελόνα, προσεγγίστηκε από τον προπονητή του Παναθηναϊκού, Ζέλικο Ομπράντοβιτς, όμως απέρριψε την πρόταση που του έγινε, θυμωμένος από το γεγονός πως λίγους μήνες νωρίτερα, ο ίδιος προπονητής τον είχε αφήσει εκτός της τελικής αποστολής της Γιουγκοσλαβίας. Είπε το «Ναι» στην ΑΕΚ, αλλά δεν έκανε διψήφιο αριθμό ματς.

Ηρθε αμούστακο παιδί από το Βελιγράδι για το Περιστέρι και βρέθηκε να έχει 10 πόντους μέσο όρο στο ΝΒΑ. Ο Μάρκο Γιάριτς (Λάτσης), ο κολλητός του Γκούροβιτς έκανε μεγάλες σεζόν στο Περιστέρι, ηγέτης της ομάδας των δυτικών προαστίων έκανε καριέρα στην Ιταλία με Φορτιτούντο, Βίρτους κι έπαιξε 447 ματς με Κλίπερς, Μινεζότα, Γκρίζλις. Επέστρεψε στην Ευρώπη, αλλά όχι στην Ελλάδα, μιας και με τη Ρεάλ έκανε εξαιρετικές σεζόν. Εκτός από το σπουδαίο ταλέντο, την οξυδέρκεια, ο Γιάριτς έγινε περισσότερος διάσημος για τον γάμο με την καλλονή, Αντριάνα Λίμα, αλλά και για τις απίθανες επενδύσεις του.

Γιούρι Ζντοβτς (Ηρακλής, Πανιώνιος)

(1993-96/2000-01)

 

Ενας μεγάλος παίκτης, ένας εξαιρετικός σουτέρ, ένας πανέξυπνος άνθρωπος. Ο Γιούρι Ζντοβτς είχε τις λύσεις για τα δύσκολα, ήξερε τον τρόπο να κάνει τη διαφορά όταν η μπάλα έκαιγε. Ηρθε στον Ηρακλή το 1993 ως πρωταθήτής Ευρώπης με τη Λιμόζ κι έπαιξε στα ελληνικά παρκέ για τέσσερα χρόνια. Οξυδέρκεια, μυαλό, παίκτης συνόλου, ο Σλοβένος προσαρμόστηκε άμεσα στις ανάγκες της ομάδας και του πρωταθλήματος. Επιθετικά ήταν εξαιρετικός, αμυντικά έδινε πολλές λύσεις, όμως το σύνολο ήταν που τον έκανε εντυπωσιακό. Μαζί με τον Γουόλτερ Μπέρι πέρασαν στην ιστορία ως ένα από τα καλύτερα δίδυμα ξένων που έχουμε δει στη χώρα μας. Στον Ηρακλή είχε 16,9 πόντους μ.ο με 3,4 ασίστ και 37 % στα τρίποντα, ενώ για ένα χρόνο αγωνίστηκε στον Πανιώνιο. Ξεχώρισε στην Ελλάδα, κι ας μην κέρδισε τίτλο!

Άριαν Κόμαζετς (Παναθηναϊκός, Ολυμπιακός, ΑΕΚ)

(1992-93/ 1998-99/ 2001)

Ο μοναδικός ξένος που σε λιγότερα από δέκα χρόνια έπαιξε σε Παναθηναϊκό, Ολυμπιακό και ΑΕΚ. Ενας απίθανος Κροάτης φόργουορντ με τρομερό σουτ και κρύο αίμα. Στην Ελλάδα ήρθε με το συμβόλαιο του αδικοχαμένου Ντράζεν Πέτροβιτς. Διεθνής με την Κροατία, ένας δεινός σουτέρ, ο οποίος είχε αναδειχθεί πολυτιμότερος παίκτης (και πρώτος σκόρερ) του γιουγκοσλαβικού πρωταθλήματος ως παίκτης της Ζαντάρ. Τρομερό σουτ, πρώτο βιολί στον Παναθηναϊκό μαζί με τον Γκάλη, ωστόσο δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ηρεμία που αναζητούσε. Πήρε ένα κύπελλο, τις αποσκευές του κι έφυγε από τον Παναθηναϊκό για τη Βαρέζε. Μια τετραετία έμεινε στην Ιταλία κατακτώντας ένα κύπελλο.

Το 1998 η επιστροφή του στην Ελλάδα γέννησε με ελπίδες τους φίλους του Ολυμπιακού. Ο Κόμαζετς ήταν ασταμάτητος, η 25αρα του κόντρα στη Μπολόνια σκόρπισε χαμόγελα, όμως ο τραυματισμός στον χειρουργημένο αστράγαλο του έφερε ουσιαστικά το… τέλος! Ο Άριαν δεν μπόρεσε ποτέ να γυρίσει το ίδιο δυνατός, φοβισμένος και χωρίς έκρηξη δεν μπόρεσε να βοηθήσει τον Ολυμπιακό τόσο στην Ευρώπη όσο και στο πρωτάθλημα. Ο Κροάτης ήρθε στις 21 Αυγούστου του 2001 για τρίτη φορά στη χώρα μας, αλλά η Ελλάδα δεν του ταίριαξε ποτέ. Δεν έμειναν μαζί περισσότερους από τρεις μήνες.

Μίρκο Μιλίσεβιτς (ΑΕΚ, Απόλλων Πατρών)

(1994-95/1995-96)

Μπορεί να μη σας έπειθε με την πρώτη ματιά, μπορεί να μην είχε σπουδαία αθλητικά προσόντα, αλλά ήξερε όσο λίγοι το μπάσκετ. Πανέξυπνος, με εξαιρετική τεχνική κατάρτιση κι ένα… παράξενο στυλ που εκνεύριζε τους αντιπάλους. Ενας δυνατός σέντερ που έπαιξε στην ΑΕΚ, στον Απόλλωνα, εκεί όπου ταίριαξε με τον Μπακ Τζόνσον. Ραβέρσα τρομερή, πολύ δυνατό τρίποντο από την κορυφή, έγραψε τη δική του ιστορία στο ελληνικό μπάσκετ. «Όταν έπαιρνα την μπάλα, τελείωσε! Καλαθάκι» τόνιζε ο ίδιος. Ο «Μίλι» τελείωσε τη μια και μοναδική σεζόν του στην ΑΕΚ με 21,2 πόντους κατά μέσο όρο, 6,5 ριμπάουντ. Ο Τζούροβιτς δεν τον κράτησε στην Ενωση κι ένα χρόνο αργότερα ο Μιλίσεβιτς του το… φύλαγε, αφού με πέντε τρίποντα έκανε τεράστια ανατροπή για τον Απόλλωνα!

Ντέγιαν Μποντιρόγκα (Παναθηναϊκός)

(1998-2002)

 

Τα πήρε όλα και πέρασε στην ιστορία ως μια από τις κορυφαίες μπασκετικές παρουσίες που πάτησαν το πόδι τους στα ελληνικά παρκέ. Ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα λατρεύτηκε όσο λίγοι, αλλά και λάτρεψε το «Τριφύλλι». Ο Μποντιρόγκα με τον Παναθηναϊκό αναδείχθηκε δύο φορές πρωταθλητής Ευρώπης (2000, 2002), με το 2002 να είναι εξαιρετική χρονιά για τον ίδιο, αφού πήρε το βραβείο του MVP στο Top 16 και στο Final Four, ενώ ήταν μέλος και της καλύτερης πεντάδας. Επιπλέον, με τον «εξάστερο» κατέκτησε τρία συνεχόμενα πρωταθλήματα (1999, 2000, 2001), όντας ο πολυτιμότερος παίκτης στο πρώτο εξ’ αυτών.

Εξαιρετική τεχνική, πεισματάρης, παιδί βγαλμένο από τη μεγάλη των Πλάβι Σχολή έδωσε αυτοπεποίθηση και δύναμη στην ομάδα του. Ποιος θα ξεχάσει την αναμέτρηση στη στη Μαδρίτη όταν πάτησε στο γήπεδο με 39 πυρετό και απευθυνόμενος σε συμπαίκτη του, είπε: «Μην τους κοιτάς που φωνάζουν, δώσε μου την μπάλα και θα καθαρίσω». «Είμαι βάζελος! Πάντα θα είμαι» τονίζει διαρκώς.

Ζάρκο Πάσπαλιε (Ολυμπιακός, Παναθηναϊκός, Πανιώνιος, Άρης) 

(1991-94/1994-95/1995-96/1997-98)

 

Για πολλούς ο κορυφαίος ξένος του Ολυμπιακού, αλλά κι ένας εκ των κορυφαίων που πάτησαν το πόδι τους στα ελληνικά παρκέ. Ο Ζάρκο Πάσπαλιε άλλαξε την ιστορία του Ολυμπιακού, πήρε μόνος του την ομάδα στην πλάτη του, σκόραρε με όλους τους τρόπους κι έβαλε τους Πειραιώτες ξανά στον χάρτη των κορυφαίων της Α1. Στην πρώτη του χρονιά ο Ολυμπιακός εκτοξεύθηκε και από την 8η θέση έφτασε να είναι φιναλίστ. Η πορεία ανοδική, αφού έπειτα από ένα χρόνο με τον Ζάρκο στα καλύτερά του, οι Πειραιώτες κατέκτησαν τον πολυπόθητο τίτλο εις βάρος του Παναθηναϊκού και με μειονέκτημα έδρας. Ο Μαυροβούνιος τέλειωσε τη σεζόν έχοντας 26 πόντους ανά αγώνα. Το σύνθημα «Ζάρκο, Ζάρκο!» δονούσε το ΣΕΦ.

Όταν η μπάλα… έκαιγε, ο αποδέκτης ήταν μόνο ένας, ο Πάσπαλιε! Στη «χρυσή» τριετία του στο μεγάλο λιμάνι έχει προσφέρει δύο πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο, αλλά και την παρουσία του Ολυμπιακού σε τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης. Ωστόσο, η μοιραία βολή, αλλά και το άστοχο με τη Μπανταλόνα στον τελικό τον στιγμάτισε. Αυτή θα ήταν και η… αρχή του τέλους της σχέσης του με τους «ερυθρόλευκους». Ο τραυματισμός στον ώμο επηρέασε την απόδοσή του, όμως ο Ζάρκο τόσο στον Παναθηναϊκό (1994-95) όσο και σε Άρη, Πανιώνιο φρόντιζε να δίνει τα πάντα. Με τους «πράσινους» βρέθηκε στο Φάιναλ Φορ στη Σαραγόσα, ενώ με τους «Κίτρινους» κατέκτησε το Κύπελλο Ελλάδας.

Μπάνε Πρέλεβιτς (ΠΑΟΚ, ΑΕΚ)

(1988-1996/1997-99)

 

Ο Μπάνε είχε γίνει γνωστός από το τέλος της σεζόν 1986-87, όταν πρωταγωνίστησε στην επική πρόκριση του Ερυθρού Αστέρα επί της Τσιμπόνα του Ντράζεν Πέτροβιτς, ενώ μπήκε στα ραντάρ του ΠΑΟΚ μετά τον επεισοδιακό αγώνα του Βειλιγραδίου. Ναι, τότε που ο Κόρφας έπαιζε μπουνιές και ο Πετγουέι ήταν στο νοσοκομείο έπειτα από ένα κάρφωμα. Ο Μπάνε είχε πετύχει 22 πόντους και ο Βεζυρτζής έκανε τα πάντα για να τον φέρει στην Ελλάδα. Ηταν το ιδανικό «όπλο» για να σπάσει την κυριαρχία του Άρη.

Ο Πρέλεβιτς ήταν πανέξυπνος, οξυδερκής, με κρύο αίμα, ήταν αυτός που κέρδισε τον Αρη με τρίποντο από το κέντρο. Πήρε Κυπελλούχων, Κόρατς, πρωτάθλημα και Κύπελλο και μπήκε μια για πάντα στις καρδιές των φίλων του ΠΑΟΚ «Ω Μπάνε, Μπάνε» τραγούδησαν χιλιάδες φορές. Για οκτώ χρόνια πέτυχε πολλά, πάρα πολλά τρίποντα (τρομερή επίδοση το 10/14). Επειτα από μια χρονιά στην Ιταλία γύρισε στην Ελλάδα, αλλά για την ΑΕΚ, όπου έφτασε στον τελικό του Πρωταθλητριών. Επέστρεψε στον ΠΑΟΚ, με σκοπό να κλείσει την 14χρονη καριέρα του.

Ντίνο Ράτζα (Παναθηναϊκός – Ολυμπιακός)

(1997-99, 2000-01)

 

Ράτζα, ίσως ο καλύτερος ψηλός που έχει φορέσει ποτέ την πράσινη φανέλα. Θα ήταν χωρίς καμιά αμφιβολία ο καλύτερος, αν είχε οδηγήσει τον Παναθηναϊκό στην κατάκτηση μιας ευρωπαϊκής κούπας. Ο Κροάτης σέντερ στη διετία που έμεινε στο «Τριφύλλι» πήρε ισάριθμα πρωταθλήματα. Το… εντυπωσιακό είναι πως παρά τη μεταγραφή του στον Ολυμπιακό παραμένει στη λίστα παικτών που λατρεύτηκαν από τους οπαδούς του Παναθηναϊκού.

Ηταν αυτός που έβγαινε μπροστά στα δύσκολα και ο μεγάλος πρωταγωνιστής στην επιστροφή των «πρασίνων» στην κορυφή της Ελλάδας, έπειτα από 14 χρόνια ανομβρίας. Ηταν ο παίκτης που έκανε τα πάντα και τη δεύτερη χρονιά, ώστε οι «πράσινοι» να παραμείνουν πρωταθλητές Ελλάδας και μάλιστα μέσα στο ΣΕΦ. Ο Κροάτης πρόλαβε να φορέσει για μια χρονιά και τη φανέλα του Ολυμπιακού. Πρώτος ριμπάουντερ με τους Πειραιώτες, μεγάλα ματς για μια σεζόν, μπήκε στην καρδιά των «Ερυθρολευκων», παρά το γεγονός πως δεν κατάφερε να κερδίσει κάποιον τίτλο.

Ζέλικο Ρέμπρατσα (Παναθηναϊκός)

(1999-2001)

 

Ο Παναθηναϊκός ήξερε τον τρόπο για να βρίσκει τον τέλειο ψηλό! Βράνκοβιτς, Ράτζα, Πέκοβιτς και Ρέμπρατσα έγραψαν ιστορία, με τον Σέρβο να βάζει κι αυτός την πινελιά του. Κατέκτησε με τον Παναθηναϊκό ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών (2000), δυο Πρωταθλήματα Ελλάδας (2000, 2001) κι έζησε στιγμές μοναδικές, όπως το 2000 στη Θεσσαλονίκη. Εκτός από την κούπα αναδείχθηκε και κορυφαίος του F4. Αλλωστε, στον τελικό μέτρησε 20 πόντους και 8 ριμπάουντ σε 30 λεπτά. Αμφισβητήθηκε αρκετά και οι συγκρίσεις με τον προκάτοχο του Ντίνο Ράτζα ήταν πολλές, ωστόσο αναδείχθηκε σε MVP κάτω από τη ρακέτα. Τεράστια προσωπικότητα, τα έβαλε και με τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς, γεγονός που επηρέασε την εικόνα του στη δεύτερή του σεζόν.

 

Ζόραν Σάβιτς (ΠΑΟΚ)

(1993–95)

 

Ζόραν Σάβιτς, ένας συλλέκτης τίτλων. Μέλος μιας ευλογημένης γενιάς, ευτύχησε να ζήσει μοναδικές στιγμές ως μέλος της εθνικής Γιουγκοσλαβίας και της θρυλικής Γιουγκοπλάστικα. Ο ΠΑΟΚ τον πείθει να μετακομίσει στην Θεσσαλονίκη και το 1994 κατέκτησαν μαζί το Κύπελλο Κόρατς απέναντι στην Τριέστε, ενώ το 1995 το Κύπελλο Ελλάδος. Μαζί με τον Μπέρι έκαναν τη διαφορά κάτω από τις δυο ρακέτες και στα μεγάλα ραντεβού της Τεργέστης ήταν συγκλονιστικός.

«Η αγαπημένη μου ομάδα ήταν ο ΠΑΟΚ! Την αγαπώ αυτή την ομάδα. Πέρασα δυο φανταστικά χρόνια στη Θεσσαλονίκη και οι οπαδοί του θα είναι για πάντα στην καρδιά μου» τονίζει ο ίδιος. Ένας σέντερ που σκόραρε, μάζευε ριμπάουντ, έπαιζε ξύλο στη ρακέτα και κέρδιζε κατά κράτος όλους τους αντιπάλους του. Οι αριθμοί ανέφεραν μεταξύ των συλλόγων και της εθνικής ομάδας, είχε κερδίσει 19 από τους 21 τελικούς που έπαιξε, ποσοστό 90,5%! Ναι, ο Σάβιτς ήταν συλλέκτης τίτλων.

 

Λευτέρης Σούμποτιτς (Άρης)

(1986–93)

 

Οι ιστορικές Πέμπτες με τον Άρη να καθληλώνει την Ελλάδα είχαν και τη σφραγίδα του Σλόμπονταν Σούμποτιτς. Σλοβένος, γεννημένος στο Μαυροβούνιο με γιαγιά από την Κοκκινιά. Μπερδευτήκατε; Ο Λευτέρης Σούμποτιτς ήρθε το 1986 στον Άρη και κλείδωσε αμέσως με τον Γκάλη και τον Γιαννάκη. Κατέκτησε 5 πρωταθλήματα Ελλάδας, ισάριθμα κύπελλα Ελλάδας, ενώ αγωνίστηκε και σε δυο φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1988 στη Γάνδη και το 1989 στο Μόναχο. Στημένος στα πλάγια, κάθε σουτ σκέτο… φαρμάκι! ο «Πίξι» έβαλε τη δική του σφραγίδα στην αυτοκρατορία του Άρη.

 

Πρέντραγκ Στογιάκοβιτς (ΠΑΟΚ)

(1993–98)

 

«Πέτζα», από τα πιο «καυτά πιστόλια» που πέρασαν από τα ελληνικά γήπεδα. Στην Ελλάδα τον γνωρίσαμε ως Κίνη, αφού στα 17 του χρόνια έκανε το ντεμπούτο του με τον ΠΑΟΚ (κόντρα στην Μακάμπι). Μετά από εισήγηση του Ντούσαν Ιβκοβιτς, το καλοκαίρι του 1993 αποκτήθηκε ο ο νεαρός Σέρβος, ο οποίος άρεσε πολύ και στον Ερυθρό Αστέρα ο οποίος προηγουμένως είχε… αρέσει στον Ερυθρό Αστέρα. Μέσα σε πέντε χρόνια εξελίχθηκε, εντυπωσίασε, αποθεώθηκε κι έφυγε για το ΝΒΑ, εκεί όπου μάγεψε.

Με τον ΠΑΟΚ έκανε μεγάλες σεζόν, τεράστιες εμφανίσεις και κέρδισε δυο τίτλους, αυτόν του Κόρατς, κι αυτόν του κυπέλλου Ελλάδας. Στο πρωτάθλημα της σεζόν 1995-96 ο Στογιάκοβιτς ήταν ο δεύτερος σκόρερ της ομάδας πίσω από τον Πρέλεβιτς. Δυο σοβαροί τραυματισμοί δε λύγισαν τον Πέτζα, ο οποίος επέστρεψε δυνατός και είχε εξαιρετική παρουσία τη σεζόν 1997-98. Στην Ευρωλίγκα διέθετε τον μεγαλύτερο μέσο όρο σκοραρίσματος πετυχαίνοντας 20,9 πόντους ανά ματς ενώ στην Ελλάδα έμεινε αξέχαστη η στιγμή που διέλυσε τον Ολυμπιακό στο ΣΕΦ στα ημιτελικά της Α1. Εκείνο το τρίποντο, το σουτ που έστειλε τον ΠΑΟΚ στον τελικό και για πολλούς άλλαξε τη σύγχρονη ιστορία του ελληνικού μπάσκετ. Φ

 

Ντράγκαν Τάρλατς (Ολυμπιακός)

(1992–2000)

 

Εκπληκτικός παίκτης, κυρίαρχος κάτω από τα καλάθια, ένα «διαμάντι» των ελληνικών γηπέδων. Ο Ντράγκαν Τάρλατς αποτελεί έναν από τους λιγοστούς ξένους που «δέθηκαν» για πολλά χρόνια με τον Ολυμπιακό. Μια οκταετία γεμάτη μάχες στα παρκέ, τίτλους και αγάπη από την εξέδρα. Οι πολλοί τραυματισμοί του ίσως δεν τον άφησαν να κάνει μεγάλη καριέρα και στην άλλη πλευρά του Ατλανικού, αλλά σίγουρα ήταν από τους στυλοβάτες της πορείας του Ολυμπιακού στην κατάκτηση του triple-crown και των πέντε σερί πρωταθλημάτων (1993-1997). ασικό του προσόν, ήταν η έκρηξη, το φοβερό άλμα, η πίστη στις δυνατότητές του.

Με ύψος 2.12 μ. ο «Τάκι» αποτέλεσε τη δύναμη πυρός κάτω από τη ρακέτα, είχε αξιόπιστο σουτ από τα 5 μέτρα και η πρόοδός του ήταν εντυπωσιακή. Ηταν στους κορυφαίους ψηλούς στην Ευρώπη τη δεκαετία του ’90, ωστόσο οι τραυματισμοί δεν τον άφησαν να κάνει την υπέρβαση στο ΝΒΑ!

 

Μίλαν Τόμιτς (Ολυμπιακός, Kολοσσός Ρόδου)

(1992–2000/2006)

Δεν είχε το ταλέντο του Ζάρκο, δεν ήταν ηγέτης, αλλά εξέφραζε το πάθος που πρεσβεύει ο Ολυμπιακός. Ο Μίλαν Τόμιτς ήταν το απόλυτο εργαλείο για κάθε κόουτς των Πειραιωτών και σε 13 χρόνια παρουσίας κατέκτησε μια Ευρωλίγκα (1997), 5 Πρωταθλήματα Ελλάδας (1993, 1994, 1995, 1996 1997), 2 Κύπελλα Ελλάδας (1994, 1997). Οι μπουνιές με τον Μποντιρόγκα το 2002 τον έβαλαν για πάντα στις καρδιές των φίλων του Ολυμπιακού, αν και ο Τόμιτς είχε φροντίσει όλα αυτά τα χρόνια με την μπασκετική ευφυία, την πονηριά να κάνει τη διαφορά. Ο Σέρβος γκαρντ δεν εγκατέλειψε το καράβι στα δύσκολα και κατάφερε να μείνει στην ιστορία ως ένας από τους πιο εμβληματικούς αρχηγούς του συλλόγου.

 

Σχολιάστε

X